- καλοθέλιο
- το [καλοθέλω]1. καλή διάθεση, ευμένεια, συμπάθεια, συμπόνια («με καλοθέλιο και μ' ευκή δε χορταίνουν νηστικοί», παροιμ.)2. συν. στον πληθ. τα καλοθέλιαεπίμονη προσπάθεια, ζήλος για κάποιο έργο, προθυμία («στα καλοθέλια τού βοσκού κι οι τράγοι βγάζουν γάλα» — ακόμη και αυτά που είναι εκ φύσεως αδύνατα γίνονται δυνατά με την επίμονη εργασία ή ο υπερβολικός ζήλος και η επιμονή σε κάτι γίνονται πηγή ευτυχίας, παροιμ.).
Dictionary of Greek. 2013.